καραγωγέας

καραγωγέας
και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο
ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ-εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμαξεύς — ἁμαξεύς ( έως), ο (Α) [άμαξα] 1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας 2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα «βοῦς ἁμαξεύς» …   Dictionary of Greek

  • καρνάριος — καρνάριος, ὁ (Α) [κάρνον] οδηγός δίτροχου κάρου, καραγωγέας …   Dictionary of Greek

  • καρολόγος — ο καραγωγέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρο + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γυρο λόγος, πλιατσικο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • καροτσιέρης — και καροτσέρης, ο [καρότσι] αμαξηλάτης, καραγωγέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”